- συγκάλυμμα
- συγ-κάλυμμα [κᾰ], ατος, τό,A a covering, LXX De.22.30 (23.1), 27.20:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκάλυμμα — a covering nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάλυμμα — ύμματος, τὸ, Α [συγκαλύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκαλύπτω … Dictionary of Greek
συγκαλυμμός — συγκάλυμμα a covering masc nom sg συγκαλυμμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλύμματι — συγκάλυμμα a covering dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλυμμός — ὁ, Α [συγκαλύπτω] συγκάλυμμα* … Dictionary of Greek